- προσαναδεχομαι
- προσαναδέχομαιπροσ-αναδέχομαιподжидать еще
(τοὺς ἀπὸ τῆς οὐραγίας Polyb.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τοὺς ἀπὸ τῆς οὐραγίας Polyb.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
προσαναδέχομαι — Α (αποθ.) προσμένω επί πλέον, αναμένω κάποιον ακόμη να έλθει. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀναδέχομαι «αναμένω, περιμένω»] … Dictionary of Greek